- πουρίνη
- η, Νχημ. οργανική ένωση τής ετεροκυκλικής σειράς που χαρακτηρίζεται από διπλό δακτύλιο ατόμων άνθρακα και αζώτου και η οποία δεν απαντά στη φύση αλλά η δομή της ανευρίσκεται σε πάμπολλες οργανικές ενώσεις φυσικής προέλευσης, γνωστές ως πουρινικές βάσεις, όπως είναι το ουρικό οξύ, η ξανθίνη, η καφεΐνη, η γουανίνη κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Purin < λατ. purus «καθαρός» + νεολατ. uricus (< ούρον) + κατάλ. -in].
Dictionary of Greek. 2013.